συσκότιση — συσκότιση, η και συσκοτισμός, ο 1. το να γίνει κάτι σκοτεινό, η κάλυψη με σκοτάδι: Στην περίοδο του πολέμου κάνανε συσκότιση για να προφυλάγονται από τα εχθρικά αεροπλάνα. 2. μπέρδεμα, δημιουργία ασάφειας: Γίνεται επίτηδες συσκότιση των πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμπώνω — και θαμβώνω και θαμβώ, όω (AM θαμβοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης») 2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια τού καφενείου») 3. προκαλώ σε… … Dictionary of Greek
μπλακάουτ — το συσκότιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blackout «σκοτοδίνη, συσκότιση» < black «μαύρο»] … Dictionary of Greek
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… … Dictionary of Greek
εκτύφλωση — η (AM ἐκτύφλωσις) η στέρηση τής οράσεως νεοελλ. 1. απώλεια τής οράσεως 2. η αναφορικά με κάτι συσκότιση τής αντιλήψεως τής κρίσεως … Dictionary of Greek
επισκότιση — η (AM ἐπισκότισις) [επίσκοτίζω] συσκότιση, σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία … Dictionary of Greek
θάμπωμα — το [θαμπώνω] 1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη 2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα 3. μείωση τής όρασης … Dictionary of Greek